- γυμνόποδας
- γυμνόπουςbarefootedmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεκάλτσωτος — η, ο αυτός που δε φορεί κάλτσες, γυμνόποδας, ξεκαλτσωμένος: Ξεκάλτσωτος, ξεσκούφωτος και ψόφιος απ την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυπόλυτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί παπούτσια ή και κάλτσες, ο γυμνόποδας: Χόρευαν ξυπόλυτοι. 2. φτωχός, αλήτης: Μπήκε ξυπόλυτος στο σπίτι τους κι έγινε νοικοκύρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)